- σελεμιάζω
- σελεμίζω αμετ. жить на чужой счёт, жить На дармовщину, вести паразитический образ жизни, паразитировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σελεμιάζω — και σελεμίζω ζω παρασιτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σελεμιάζω — Ν βλ. σελεμίζω … Dictionary of Greek
σελεμίζω — και σελεμιάζω Ν [σελέμης] 1. (αμτβ.) ζω εις βάρος τών άλλων, παρασιτώ 2. (μτβ.) προμηθεύομαι κάτι χωρίς να πληρώσω, είμαι τρακαδόρος … Dictionary of Greek